- φαρκις
- φαρκίς-ῖδος ἥ морщина Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρκίς — ῑδος, ἡ, Α ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα *bher «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση k και επίθημα ίς, ῖδος (πρβλ. κηλ ίς, σφραγ ίς) και συνδέεται με το λιθουαν.… … Dictionary of Greek
берце — берцо берцовая кость ; диал. свая для укрепления рыболовной снасти . Обычно производят из *бедрьце (см. Соболевский, Лекции 112; Маценауэр, LF 7, 6), однако тогда ожидалось бы *бедрецо. С другой стороны, пытаются исходить из первонач. знач.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φαρκιδούμαι — όομαι, Α [φαρκίς, ῑδος] γεμίζω ζάρες, ρυτίδες στο πρόσωπο … Dictionary of Greek
φαρκιδώδης — ῶδες, Α [φαρκίς, ῑδος] γεμάτος ρυτίδες … Dictionary of Greek
φορκός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν (κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα τού Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την… … Dictionary of Greek
bher-3 — bher 3 English meaning: to scrape, cut, etc. Deutsche Übersetzung: “with einem scharfen Werkzeug bearbeiten, ritzen, schneiden, reiben, spalten” Material: O.Ind. (gramm.) bhr̥nüti (?) “injures, hurts, disables” = Pers. burrad… … Proto-Indo-European etymological dictionary